Μοῖρι

Μοῖρι
Μοῖρις
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μοίρι — Μοίρῑ , Μοῖρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφομοίρι — και αδερφομοίρι, το 1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού 2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού 3. (ειδικότερα) το μερίδιο τού νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία 4. δίκαιη, ίση διανομή τής… …   Dictionary of Greek

  • Μοῖρ' — Μοῖρα , Μοῖρα part fem nom/voc sg Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl Μοῖρι , Μοῖρις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”